σκωληκοειδές

σκωληκοειδές
σκωληκοειδής
worm-shaped
masc/fem voc sg
σκωληκοειδής
worm-shaped
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • γρεγαρινόμορφα — Τάξη πρωτοζώων που περιλαμβάνει μονοκύτταρα όντα σχετικά μεγάλου μεγέθους με σώμα ωοειδές ή σκωληκοειδές. Το κυτταρόπλασμα των πρωτοζώων αυτών καλύπτεται από παχιά μεμβράνη που φέρει μακριές ραβδώσεις. Τα γ. είναι παρασιτικά πρωτόζωα εξωκυτταρικά …   Dictionary of Greek

  • κοβιτίδες — (cobitidae). Οικογένεια ψαριών του γλυκού νερού που περιλαμβάνει περισσότερα από 110 είδη, τα οποία μοιάζουν με τους κυπρινίδες· συναντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στο Μαρόκο. Πρόκειται για βενθικούς οργανισμούς, μεγέθους μέχρι 40 εκ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”